- ἡρωικόν
- ἡρωικόςof the heroesmasc acc sgἡρωικόςof the heroesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Христопулос, Афанасиос — Афанасиос Христопулос Афанасиос Христопулос (греч. Αθανάσιος Χριστόπουλος, Кастория май 1772 года Бухарест 19 января … Википедия
VENATIO — Polluci, l. 5. ἐπιτήδευμα ἡρωικὸν καὶ βασιλικὸν καὶ πρὸς εὐσωματίαν ἅμα καὶ εὐψυχίαν ἀοκεῖ, καί ἐςτιν εἰρηνικῆς τε καρτερίας ἅμα καὶ πολεμικῆς τόλμης μελέτημα πρὸς ἀνδρείαν φέρον: Xenophonti, Cyrop. l. 1. Α᾿ληθεςτάτη τῶ πρὸς τὸν πόλεμον μελέτη,… … Hofmann J. Lexicon universale
εξάπους — ουν και εξάποδος, η, ο (AM ἑξάπους, ουν) 1. αυτός που έχει έξι πόδια 2. το ουδ. ως ουσ. τα εξάποδα τα έντομα ή ζώα που έχουν έξι πόδια 3. αυτός που έχει μήκος έξι ποδών, εξάπεδος 3. (μετρ.) ο στίχος που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες… … Dictionary of Greek
ηρωικός — ή, ό (Α ἡρωϊκός, ή, όν) [ήρως] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ήρωα ή στους ήρωες («κατά τους ηρωικούς χρόνους») 2. αυτός που αρμόζει σε ήρωα («ηρωική αρετή») νεοελλ. αυτός που έχει ιδιότητες ήρωα, ο γενναίος μέχρι σημείου αυτοθυσίας αρχ.… … Dictionary of Greek
ογκώδης — (I) ες (ΑΜ ὀγκώδης, ῶδες) [όγκος (Ι)] 1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.) 2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.) νεοελλ. άκομψος, βαρύς,… … Dictionary of Greek